- σώρευση
- σώρευσις, -εύσεως, ΝΜΑ [σωρεύω]τοποθέτηση σε σωρό, επισώρευσηνεοελλ.1. συσσώρευση, συγκέντρωση2. φρ. «αντικειμενική σώρευση αγωγών»(νομ.) η με το ίδιο δικογράφημα άσκηση περισσότερων αγωγών από τον ίδιο ή τους ίδιους ενάγοντες κατά τού ίδιου ή τών ίδιων εναγομένων.
Dictionary of Greek. 2013.