σώρευση

σώρευση
σώρευσις, -εύσεως, ΝΜΑ [σωρεύω]
τοποθέτηση σε σωρό, επισώρευση
νεοελλ.
1. συσσώρευση, συγκέντρωση
2. φρ. «αντικειμενική σώρευση αγωγών»
(νομ.) η με το ίδιο δικογράφημα άσκηση περισσότερων αγωγών από τον ίδιο ή τους ίδιους ενάγοντες κατά τού ίδιου ή τών ίδιων εναγομένων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σώρευση — η σχηματισμός σωρού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σωρεύσῃ — σωρεύσηι , σώρευσις accumulation fem dat sg (epic) σωρεύω heap aor subj mid 2nd sg σωρεύω heap aor subj act 3rd sg σωρεύω heap fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοδικία — η η από κοινού παράσταση στο δικαστήριο δύο τουλάχιστον διαδίκων με την όμοια ιδιότητα τού ενάγοντος ή τού εναγομένου ή η σώρευση δύο τουλάχιστον αγωγών τού ίδιου ενάγοντος εναντίον τού ίδιου εναγομένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομόδικος. Η λ. μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • προσσώρευσις — εύσεως, ἡ, Α [προσσωρεύω] 1. η επί πλέον σώρευση, επισώρευση 2. μαθημ. η αθροιστική παράσταση ή το άθροισμα αριθμών τών οποίων ο επόμενος είναι μεγαλύτερος τού προηγούμενου κατά μία μονάδα, λ.χ. 1 + 2 + 3 + 4 …   Dictionary of Greek

  • σώριασμα — το, ατος 1. σώρευση. 2. πτώση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”